- ἐνερόχρως
- ἐνερόχρως, ωτος, ὁ, ἡ,A cadaverous, Alciphr.1.3, Agath.2.23, EM 340.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενερόχρως — ἐνερόχρως, ο, η (Α) αυτός που έχει χρώμα νεκρού, όψη νεκρική («ἑνός... ἀνυπόδητου καὶ ἐνερόχρωτος», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ένερος + χρως «χρώμα»] … Dictionary of Greek